- αντίκλα
- ηκνήμη, σκέλος, αρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικλήνι(-ον) < αρχ. αντικνήμιον «το πρόσθιο μέρος της κνήμης». Ο τ. αντικλήνι(-ον) με ανομοίωση αντί αντικνή(μ)νιον. Η κατάληξη -νι με απλοποίηση του -μνι σε -νι κατά τα πολλά ουδ. σε -νι, -νια].
Dictionary of Greek. 2013.